Δεν νοείται σύγχρονο πανεπιστήμιο, χωρίς θεσμικό πλαίσιο εναρμονισμένο στις απαιτήσεις της εποχής των εκθετικών τεχνολογικών αλλαγών. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ενισχύει το αυτοδιοίκητο των ελληνικών ΑΕΙ, αντικαθιστώντας τον παραδοσιακό ελεγκτικό ρόλο του κράτους με ένα περισσότερο θεσμικό, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας για το προσωπικό, τους φοιτητές, τους απόφοιτους των ΑΕΙ (ενίσχυση ποιότητας) και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και του ρόλου της ανώτατης εκπαίδευσης στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Βασικοί πυλώνες του πλαισίου είναι η διοίκηση και οργάνωση του πανεπιστημίου, τα θέματα διαχείρισης και αξιοποίησης πόρων και τα ακαδημαϊκά θέματα (σπουδές, διεθνοποίηση, εκλογές καθηγητών). Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στο μοντέλο διακυβέρνησης, ενώ για τα υπόλοιπα, που μπορεί να έχουν και μεγαλύτερο αντίκτυπο στον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων μας, αξίζει να αφιερωθεί ξεχωριστό “κεφάλαιο” αρθρογραφίας.
Παρότι η συναίνεση και η θεσμική ηρεμία θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο στα Πανεπιστήμια, σήμερα, το θεσμικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, μετά από πέντε συνολικές και αναρίθμητες μερικές αλλαγές την τελευταία δεκαπενταετία, έχει επανέλθει λίγο πολύ σε αυτό του 1982. Αρχικά ο ν. 3549/2007 και έπειτα ο ν. 4009/2011 επιχείρησαν να το εκσυγχρονίσουν. Ωστόσο, οι ακόλουθες γνωστές τροποποιήσεις αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία του ν. 4009/2011 και τελικά με τον ν. 4485/2017 των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επήλθε επί της ουσίας η κατάργησή του. Πέρα από τις γνωστές εμμονικές ιδεοληψίες της νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ν. 4009/2011 δεν κατόρθωσε να φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, για μια σειρά από αιτίες. Σίγουρα έπαιξε ρόλο η χρονική συγκυρία με την κορύφωση της τότε οικονομικής κρίσης και συγχρόνως η προβολή του ως «ξενόφερτο» προϊόν επιβολής στο πλαίσιο των μνημονίων. Δεν έλειπαν οι νομοθετικές αστοχίες, τόσο στη συγκρότηση όσο και στις αρμοδιότητες των κεντρικών οργάνων, στη σύγχυση των εννοιών του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού, ενώ δεν συνοδευόταν από πρότυπο εσωτερικό κανονισμό, ώστε να εφαρμοστεί πλήρως μετά την ψήφισή του.
Βασικό στοιχείο της περιορισμένης αποτελεσματικότητας εκείνου του νόμου και κυρίως της άδικης συλλήβδην στοχοποίησής του, ήταν η επιζητούμενη αλλαγή στο σύστημα διακυβέρνησης των ΑΕΙ, ένα σύστημα το οποίο επί 30 χρόνια αποτελούσε και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων. Ζητήματα όπως το καθεστώς δυαρχίας εξαιτίας της εκλογής του σημαντικού αριθμού των εσωτερικών μελών του Συμβουλίου από το ίδιο εκλογικό σώμα με τον Πρύτανη και η εμπλοκή των Συμβουλίων Ιδρύματος σε καθημερινές διαχειριστικές πράξεις, όπως οι εγκρίσεις και τροποποιήσεων προϋπολογισμών, συνετέλεσαν στον αποπροσανατολισμό τους από την κύρια αποστολή τους και, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, δεν επέτρεψαν την αρμονική, παρά μόνο την τυπική, συνεργασία πρυτανικών αρχών και Συμβουλίων Ιδρυμάτων.
Η εμπειρία αυτή είναι τόσο χρήσιμη όσο και αναγκαία για τον σχεδιασμό του νέου θεσμικού πλαισίου και βέβαια για να μην επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό προς τέρψη των γνωστών δυναμικών και ακραίων μειοψηφιών εκατέρωθεν. Δεν πρέπει να μονοπωλήσει τον δημόσιο λόγο και τα πολιτικά επιχειρήματα, η όποια επιστροφή σε παρελθοντικά μη βιώσιμα και κυρίως μη αποτελεσματικά σχήματα διακυβέρνησης. Πολλώ δε μάλλον, τώρα που τα Πανεπιστήμια περνούν σε μια νέα δυναμική φάση, έχουν εν πολλοίς ξεπεράσει τις παθογένειες και τις αναχρονιστικές αντιλήψεις κάποιων λίγων που τα κρατούσαν δέσμια και πλέον όλη η ακαδημαϊκή κοινότητα συγχρονίζεται με τις ανάγκες των σύγχρονων διεθνών εξελίξεων και είναι έτοιμη να αξιοποιήσει ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και παρεχόμενα εργαλεία.
Αν δούμε τι συμβαίνει και πώς διαφοροποιείται το ζήτημα της διοίκησης σε άλλες χώρες, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υφίσταται μια ενιαία αντιμετώπιση. Η σύνθεση και ο ρόλος των Συμβουλίων διαφέρουν, σε ορισμένες χώρες έχουν τον ρόλο του εποπτικού οργάνου, ο οποίος διαχωρίζεται σαφώς από τον ρόλο του εκτελεστικού οργάνου, ενώ σε άλλες χώρες το Συμβούλιο έχει και σαφείς εξουσίες λήψης αποφάσεων. Όσον αφορά την εκλογή Πρύτανη, αλλού οι πρυτάνεις εκλέγονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα, σε άλλες χώρες ο Πρύτανης διορίζεται από το Συμβούλιο, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες ο Πρύτανης διορίζεται από το υπουργείο ή ο προτεινόμενος υποψήφιος χρειάζεται υπουργική έγκριση.
Κοινό χαρακτηριστικό της εταιρικής μορφής διακυβέρνησης, με ανώτατο όργανο διοίκησης το Συμβούλιο και διορισμένο Πρύτανη, τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε όποιες χώρες της Ευρώπης εφαρμόζεται, είναι ότι τα Συμβούλια απαρτίζονται κυρίως από εξωτερικά μέλη, τα οποία συχνά διορίζονται ή επιλέγονται ex officio, ενώ η θητεία τους χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια ή και μονιμότητα. Η αυτούσια μεταφορά ενός τέτοιου μοντέλου στην ελληνική πραγματικότητα συναντά εμπόδια στους περιορισμούς του άρθρου 16 του Συντάγματος, ενώ είναι και ξένο προς το παραδοσιακό ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν προκειμένου ο ένας εκ των βασικών πυλώνων του οικοδομήματος του νέου θεσμικού πλαισίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το μοντέλο διοίκησης, να είναι μεταρρυθμιστικός αλλά και συνάμα σταθερός; Χρειάζεται να επιλεγεί εκείνο το σχήμα διοίκησης το οποίο θα ξεπερνά τα παραπάνω εμπόδια, ενώ ταυτόχρονα θα συνοδεύεται από θεσμικά αντίβαρα, διαδικασίες ελέγχου, λογοδοσίας και διαφάνειας και θα επιτυγχάνει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση και αποδοχή από τα ίδια τα Πανεπιστήμια.
Στην κατεύθυνση αυτή η υιοθέτηση μιας διακριτής διττής δομής διακυβέρνησης, με Συμβούλιο και Σύγκλητο, με διαχωρισμένες αρμοδιότητες και σαφείς ρόλους, συνιστά τη βέλτιστη επιλογή. Το Συμβούλιο, χωρίς να εμπλέκεται στην καθημερινή διοίκηση του Πανεπιστημίου, θα υποστηρίζεται από μια χωριστή διοικητική δομή, προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά και εύρυθμα το σύνολο των αρμοδιοτήτων του:
α) Εποπτεία της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου και έλεγχος στις αποφάσεις των οργάνων διοίκησης, στην εφαρμογή των προγραμματικών συμφωνιών με το ΥΠΑΙΘ και στην εν γένει λειτουργία του ΑΕΙ.
β) Εποπτεία της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας και συνεργασία με την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, ώστε να διασφαλίζεται αντικειμενικότητα στις διαδικασίες εσωτερικής αξιολόγησης.
γ) Συνεργασία με τη Σύγκλητο στη στρατηγική του Ιδρύματος, στη σύναψη προγραμματικών συμφωνιών, στην εξεύρεση πόρων και νέων πηγών χρηματοδότησης και στην ανάπτυξη της εξωστρέφειας του ΑΕΙ.
δ) Εποπτεία και άσκηση αρμοδιοτήτων Γενικής Συνέλευσης του Ν.Π.Ι.Δ. του Α.Ε.Ι. σχετικά με διαχείριση, εκμετάλλευση και αξιοποίηση της ακίνητης, κινητής και άυλης περιουσίας του Α.Ε.Ι.
Στην περίπτωση του Πρύτανη συνεχίζεται η εκλογή μαζί με τους Αντιπρυτάνεις σε ενιαίο ψηφοδέλτιο από το σώμα των μελών ΔΕΠ του Ιδρύματος, όπως ισχύει και σήμερα μετά την ψήφιση του ν. 4692/2020. Ο Πρύτανης θα προΐσταται του Πανεπιστημίου, το Πρυτανικό Συμβούλιο θα μπορεί να έχει αυξημένες αρμοδιότητες καθώς θα έχουν θεσπιστεί αντίβαρα με τον εποπτικό ρόλο του Συμβουλίου, ενώ η Σύγκλητος θα εξακολουθήσει να έχει σε μεγάλο βαθμό τις σημερινές εκτελεστικές αρμοδιότητες με έμφαση στα ακαδημαϊκά θέματα.
Βούληση για συμπόρευση προς το μέλλον ενός σύγχρονου Πανεπιστημίου υπάρχει, εμπειρία από τις αστοχίες και τα σφάλματα του παρελθόντος υπάρχει. Χρειάζεται διαβούλευση και διαμόρφωση ενός νέου και ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο θα μείνει επί μακρόν και θα μπορέσει να μείνει γιατί θα το έχει αποδεχθεί η ακαδημαϊκή κοινότητα, αδιαφορώντας για τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τις εμμονές μειοψηφιών του προσκηνίου και του παρασκηνίου.