Εκσυγχρονίζεται το θεσμικό πλαίσιο για την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των προσωπικών δεδομένων

Το νομοσχέδιο με τίτλο «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών» επιδιώκει να εξασφαλίσει την αναγκαία ισορροπία μεταξύ της προστασίας της ιδιωτικότητας και της εθνικής ασφάλειας, εντός του συνταγματικού πλαισίου και στη βάση των καλύτερων διεθνών πρακτικών, επισήμανε ο βουλευτής Χανίων της ΝΔ, Βασίλης Διγαλάκης, μιλώντας σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής.

Ο κ. Διγαλάκης υπενθύμισε ότι έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τη θεσμοθέτηση, το 1994, του πλαισίου προστασίας των επικοινωνιών στη χώρα μας, χωρίς να υπάρξουν αλλαγές έκτοτε, «παρά τις κοσμογονικές τεχνολογικές αλλαγές και τις αλλαγές που επέφεραν στις συνήθειες και στην καθημερινότητά μας», κι επισήμανε ότι «οι δομικές αστοχίες του πλαισίου αυτού μας οδήγησαν στη σημερινή συζήτηση. Αστοχίες, στις οποίες η Κυβέρνηση απάντησε άμεσα και υπεύθυνα, τόσο με την ανάληψη ευθύνης, αλλά κυρίως με την άμεση αλλαγή του θεσμικού πλαισίου. Αρχικά με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου τον Αύγουστο και στη συνέχεια με το σημερινό νομοσχέδιο, για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των προσωπικών δεδομένων».

Ο Χανιώτης Βουλευτής σημείωσε ότι με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο:

  • Πρώτον, η χρήση λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης από ιδιώτες αναβαθμίζεται σε κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη, ενώ σήμερα είναι απλό πλημμέλημα. Αντίστοιχα, η εμπορία κακόβουλου λογισμικού καθώς και η απλή κατοχή, που σήμερα δεν ποινικοποιούνται, χαρακτηρίζονται πλημμέλημα με ποινή έως πέντε έτη.
  • Δεύτερον, τίθενται νέες δικλίδες ασφαλείας στη λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με την ίδρυση Ακαδημίας Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας και τη δημιουργία Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου για τον έλεγχο φαινομένων παράβασης καθήκοντος και διαφθοράς στην ΕΥΠ.
  • Τρίτον, αυστηροποιείται το πλαίσιο άρσης του απορρήτου, με τη νομοθετική εξειδίκευση του όρου «εθνική ασφάλεια», τη δυνατότητα αίτησης για άρση μόνο από την ΕΥΠ και την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, τις επιπρόσθετες δικλίδες για την άρση απορρήτου πολιτικών προσώπων, την υποχρεωτική γνωστοποίηση της άρσης, μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κ. Διγαλάκης στο ζήτημα της κυβερνοασφάλειας, τονίζοντας ότι:

  • Συστήνεται Επιτροπή Συντονισμού για θέματα κυβερνοασφάλειας για να καταπολεμήσει το πρόβλημα πολυδιάσπασης των σχετικών δομών.
  • Συστήνεται, επίσης, στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Ενοποιημένο Κέντρο Αναφοράς Κυβερνοασφάλειας, με σκοπό την ανάπτυξη, υποστήριξη και ενδυνάμωση των ικανοτήτων σε εθνικό επίπεδο για την έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση κυβερνοαπειλών σε όλη την επικράτεια, ιδίως μέσω της ενίσχυσης των δυνατοτήτων έγκαιρης προειδοποίησης, ανίχνευσης και αντιμετώπισης κυβερνοεπιθέσεων.
  • Για πρώτη φορά επίσης καταρτίζεται Εθνικό Σχέδιο Αποτίμησης Επικινδυνότητας Συστημάτων Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών, το οποίο περιλαμβάνει την αναγνώριση, ανάλυση και αποτίμηση των κινδύνων και των επιπτώσεών τους για την ασφάλεια των συστημάτων τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών σε εθνικό επίπεδο.

Ο κ. Διγαλάκης επισήμανε ότι «απέναντι σε αυτή την υπεύθυνη αντιμετώπιση του προβλήματος από την Κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο αρχηγός του, αντιμέτωποι με ένδεια προτάσεων, με εμφανές το άγχος της επόμενης ημέρας των εκλογών, προσπάθησε να δηλητηριάσει το πολιτικό κλίμα, με τις κυριακάτικες “λίστες παρακολουθήσεων” φιλικά προσκείμενων σε αυτήν εφημερίδων. Χωρίς αποδείξεις, ακολουθώντας ξανά και ξανά την αποτυχημένη συνταγή της Novartis. Ήταν φυσικό οι Έλληνες πολίτες να του γυρίσουν την πλάτη για άλλη μια φορά».

Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Χανιώτης Βουλευτής σημείωσε: «Εμπιστευόμαστε την Ελληνική Δικαιοσύνη. Οι εκλογές του 2023 δεν θα γίνουν μέσα στον βούρκο και στη λάσπη, όπως επιθυμούν κάποιοι. Στις εκλογές οι Έλληνες πολίτες θα συγκρίνουν τα καταστροφικά τεσσεράμισι χρόνια της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου με τα τέσσερα χρόνια της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη. Και είναι σίγουρο ότι θα επιλέξουν να συνεχίσουμε μπροστά, στον δρόμο της προόδου και της προκοπής».